νοστιμίζω
Смотреть что такое "νοστιμίζω" в других словарях:
νοστιμίζω — 1. νοστιμεύω 2. (το μέσ.) νοστιμίζομαι (μτφ) γίνομαι κομψός, ωραίος … Dictionary of Greek
νοστιμίζω — βλ. νοστιμεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήδος — ἦδος, εος, δωρ. τ. ἆδος, τό (Α) 1. ηδονή, ευφροσύνη, ευχαρίστηση, απόλαυση («ἀλλά τί μοι τῶν ἦδος;» και ποιά ευχαρίστηση έχω από αυτά; Ομ. Ιλ.) 2. ξίδι, όξος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ήδος με τη σημ. «ηδονή, απόλαυση» < ήδομαι, με ομηρική ψίλωση (πρβλ.… … Dictionary of Greek
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek
εφηδύνω — ἐφηδύνω (ΑΜ) 1. κάνω κάτι γλυκό ή νόστιμο, νοστιμίζω («εἰ ὄψον ἐστὶ τὸ τὴν τροφὴν ἐφηδῡνον», Πλούτ.) 2. μτφ. ομορφαίνω, γλυκαίνω, παρέχω ευχαρίστηση («ἀνένεσιν... τὴν ψυχὴν ἐφηδύνων», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. κατευνάζω, καταπραΰνω κάποιον («ἐφηδύνων… … Dictionary of Greek
ηδύνω — (Α ἡδύνω) 1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω («κρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.) 2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο 3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω 4. μέσ. ἡδύνομαι ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι αρχ. θωπεύω, κολακεύω κάποιον … Dictionary of Greek
νοστώ — (I) νοστῶ, έω (Α) [νόστος] 1. (συν. στον Ομ.) επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου (α. «οἴκαδε νοστήσας», Ομ. Ιλ. β. «οὐκ ἄρ ἔμελλον ἐγώ γε νοστήσας οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην», Ομ. Ιλ.) 2. επανέρχομαι στα… … Dictionary of Greek
παρηδύνω — Α 1. γλυκαίνω, νοστιμίζω κάτι 2. (για έδεσμα) καρυκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἡδύνω (< ἡδύς «γλυκός»)] … Dictionary of Greek
συνηδύνω — Α 1. γλυκαίνω ή νοστιμεύω κάτι («τὸν ἄρτον ὁ ἅλς συνηδύνει», Πλούτ.) 2. μτφ. ευφραίνω, ευχαριστώ κάποιον με τη συναναστροφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡδύνω «νοστιμίζω, ευφραίνω» (< ἡδύς)] … Dictionary of Greek
νοστιμεύω — και νοστιμίζω νοστίμεψα, νοστιμεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάτι νόστιμο: Η σάλτσα νοστιμεύει το φαγητό. 2. μτφ., κάνω κάτι ευχάριστο, κομψό: Η ζώνη νοστίμεψε το φόρεμά σου. 3. αμτβ., γίνομαι νόστιμος, αποχτώ ευχάριστη γεύση: Βάλε αλάτι νανοστιμέψει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)